- ἀκροβολισμούς
- ἀκροβόλισιςskirmishingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
προακροβολίζομαι — Α ενεργώ ακροβολισμούς πριν από τη μάχη, ρίχνω από μακριά βέλη και ακόντια πριν από την κυρίως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκροβολίζομαι «μάχομαι από μακριά εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη»] … Dictionary of Greek
Ζαράγγας, Πάνος — Αγωνιστής του 1821, από τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Ήταν Σαρακατσάνος αρχιτσέλιγκας. Διέθεσε όλα τα αιγοπρόβατά του για την τροφή των αγωνιστών του Μεσολογγίου. Επικεφαλής πολεμικού σώματος που αποτελούσαν οι συγγενείς και γνωστοί του, έλαβε μέρος … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — ο 1. αψιμαχία: Άρχισαν οι πρώτοι ακροβολισμοί με τον αντίπαλο. 2. η παράταξη στρατιωτικού τμήματος αραιά: Ο ακροβολισμός μας έγινε ταχύτατα. 3. δοκιμαστικές απόπειρες: Εδώ και μερικές μέρες μού κάνει συνεχείς ακροβολισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)